επιμετρώ

επιμετρώ
επιμέτρησα, επιμετρήθηκα, επιμετρημένος, μτβ.
1. προσθέτω κάτι σε άλλο, μετρώ ή δίνω επιπλέον.
2. (νομ.), φρ., «επιμετρώ ποινή», κάνω επιμέτρηση ποινής (βλ. επιμέτρηση 2).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιμετρώ — (AM ἐπιμετρῶ, έω) προσθέτω ή δίνω επί πλέον για να συμπληρωθεί κανονικό ή συμφωνημένο μέτρο νεοελλ. (για το δικαστήριο) καθορίζω την ποινή που προβλέπει ο νόμος ανάλογα με το έγκλημα που έχει τελεστεί (τις συνθήκες διάπραξης και την προσωπικότητα …   Dictionary of Greek

  • ἐπιμετρῶ — ἐπιμετρέω measure out to pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιμετρέω measure out to pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπιμετρέω measure out to pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιμετρέω measure out to pres ind act 1st sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμέτρῳ — ἐπίμετρον something added to neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμέτρωι — ἐπιμέτρῳ , ἐπίμετρον something added to neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίμετρο — το (Α ἐπίμετρον) [επιμετρώ] 1. προσθήκη, συμπλήρωση για να ολοκληρωθεί το μέτρο 2. φρ. «εἰς ἐπίμετρον», «ἐν ἐπιμέτρῳ» επί πλέον, επιπρόσθετα νεοελλ. κεφάλαιο που προστίθεται στο τέλος συγγράμματος αρχ. αυτό που προστίθεται ως περισσό, παραπάνω… …   Dictionary of Greek

  • επιμέτρηση — η (AM ἐπιμέτρησις) [επιμετρώ] το να προστίθεται κάτι νεοελλ. φρ. «επιμέτρηση ποινής» η προσαρμογή εκ μέρους τού δικαστηρίου τής ποινής που προβλέπει ο νόμος για αξιόποινη πράξη ανάλογα με τη βαρύτητα και τις συνθήκες τού τελεσθέντος εγκλήματος… …   Dictionary of Greek

  • προσεπιμετρώ — προσεπιμετρῶ έω, ΝΜΑ [ἐπιμετρώ] νεοελλ. 1. συνυπολογίζω 2. φρ. «προσεπιμετρώ ποινή» (νομ.) καθορίζω την ποινή που πρέπει να επιβληθεί μέσα στα όρια τα οποία ορίζει ο νόμος μσν. αρχ. μετρώ, υπολογίζω και δίνω σε κάποιον κάτι επί πλέον («τὸ πολὺ… …   Dictionary of Greek

  • συνεπιμετρώ — έω, Μ [ἐπιμετρῶ] προσθέτω ως επίμετρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”